- ινδολογία
- η индология
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ινδολογία — η η μελέτη τής ιστορίας και γενικά τού πολιτισμού τής Ινδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. indology < indo «ινδο » + logy (πρβλ. λογία < λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Γεώργ. Κοζάκη Τυπάλδο] … Dictionary of Greek
ινδολογία — η η μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού της Ινδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ινδολόγος — ο, η αυτός που μελετά τις εκδηλώσεις τού πολιτισμού τής Ινδίας, αυτός που ασχολείται με την ινδολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. indologist < indo «ινδο » + logist < log (πρβλ. λόγος < λέγω) + κατάλ. ist. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek